επηβολος

επηβολος
    ἐπήβολος
    2
    1) достигший, обретший, владеющий (чем-л.), располагающий
    

(οὐ νηὸς οὐδ΄ ἐρετάων Hom.; ἐπιστέμης Plat.; δυοῖν μεγίστοιν ἀγαθοῖν Plut.)

    ἐπῆβολον γενέσθαι τινός Hom., Arst.; — получить что-л., обладать чем-л.

    2) преисполненный, одержимый
    

(τερπνῆς νόσου Aesch.)

    ἐ. φρενῶν Aesch., Soph.; — находящийся в здравом уме;
    νῆσος θεῶν ἐ. Her. — хранимый богами остров

    3) обладающий способностью, весьма искусный
    

(κλέψαι τι ἐπηβολώτατος Plut.)

    4) подобающий, свойственный
    

(γυναιξί Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επηβολος" в других словарях:

  • επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ἐπήβολος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήβολος — having reached masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηβολώτατον — ἐπήβολος having reached masc acc superl sg ἐπήβολος having reached neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηβόλως — ἐπήβολος having reached adverbial ἐπήβολος having reached masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήβολον — ἐπήβολος having reached masc/fem acc sg ἐπήβολος having reached neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηβολώτατοι — ἐπήβολος having reached masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηβολώτατος — ἐπήβολος having reached masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηβόλοις — Ἐπήβολος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηβόλοις — ἐπήβολος having reached masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηβόλου — Ἐπήβολος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»